Ο αρχαιολογικός τουρισμός, η επιλογή αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, ως κύριων τουριστικών προορισμών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φυσιογνωμία της Ελλάδας. Η πλούσια ελληνική ιστορία και η αδιάκοπη πολιτιστική παραγωγή συγκινούν
διαχρονικά τουρίστες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα προκειμένου να έρθουν σε επαφή με την ιστορία και τον πολιτισμό της.
διαχρονικά τουρίστες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα προκειμένου να έρθουν σε επαφή με την ιστορία και τον πολιτισμό της.
Φαίνεται, ωστόσο, πως ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα ο αρχαιολογικός τουρισμός δεν περνά την καλύτερη εποχή του. Τα μνημεία της Μακεδονίας και της Θράκης δεν αποτελούν προτεραιότητα των τουριστών, που ταξιδεύουν στη χώρα, όπως διαπιστώνουν και εκπρόσωποι φορέων της περιοχής. «Το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό της περιοχής μας δεν είναι ανεπτυγμένο», επισημαίνει ο πρόεδρος της Ένωσης Τουριστικών Γραφείων Μακεδονίας - Θράκης, Δημήτρης Μαντούσης.
«Διαχρονικά, η προσέλκυση τουριστών προκειμένου να επισκεφθούν τα μνημεία ήταν από τα προπύργια του ελληνικού τουρισμού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια είναι σημαντική η μείωση των τουριστών που κατευθύνονται σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους», τονίζει η Αννίτα Τριβέλλα, πρόεδρος του Συνδέσμου Ξεναγών Θεσσαλονίκης.
Όπως εξηγεί η ίδια, οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στους διοργανωτές ταξιδιών, οι οποίοι στρέφουν τους επισκέπτες σε σύντομες περιηγήσεις και όχι σε διεξοδικές επισκέψεις σε μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, στο αυξημένο ποσοστό των επισκεπτών χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, οι οποίοι έρχονται στην Ελλάδα μόνο για τη θάλασσα, και στις περιορισμένες διαφημιστικές καμπάνιες του ελληνικού κράτους. "Πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι τουρίστες να μην ξέρουν σε ποια χώρα έρχονται, γιατί επιλέγουν τον τόπο των διακοπών τους με μοναδικό κριτήριο μια ωραία παραλία. Ο πολιτισμός δεν είναι της μόδας πια και εμείς δεν τον αναδεικνύουμε ως χώρα", προσθέτει.
Τα πρωτεία στη ζήτηση των εκδρομών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος φαίνεται πως έχουν οι Άγγλοι, οι Ολλανδοί, οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες. "Οι Ρώσοι, επίσης, δείχνουν ενδιαφέρον, αλλά κυρίως λόγω του θρησκεύματός τους θέλουν να επισκέπτονται μοναστήρια και εκκλησίες", λέει η πρόεδρος του Συνδέσμου Ξεναγών. "Για τα θρησκευτικά μνημεία και κυρίως για το Άγιον Όρος υπάρχει ενδιαφέρον και από την κυπριακή αγορά, που ωστόσο μειώθηκε μετά τα σκάνδαλα του Βατοπεδίου", συμπληρώνει ο πρόεδρος της Ένωσης Τουριστικών Γραφείων, για να υπογραμμίσει στη συνέχεια: "Δυστυχώς και ο θρησκευτικός τουρισμός, που συνδέεται άμεσα με τον αρχαιολογικό τουρισμό, δεν ζητήθηκε όσο θα θέλαμε".
Δημοφιλείς προορισμοί στη Βόρεια Ελλάδα είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, η Βεργίνα, το Δίον και το Άγιον Όρος. "Δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν τους περισσότερους προορισμούς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της Βόρειας Ελλάδας. Στην κεντρική και νότια Ελλάδα τα πράγματα είναι καλύτερα. Όλοι γνωρίζουν την Ακρόπολη, τους Δελφούς, την αρχαία Ολυμπία, την Επίδαυρο και την Κνωσό", τονίζει η κ. Τριβέλλα.
"Παίζει ρόλο και η καλύτερη αεροπορική σύνδεση της Αθήνας με τις άλλες χώρες, που την καθιστά δημοφιλέστερο προορισμό", υποστηρίζει ο κ. Μαντούσης.
Σε αντίθετη πορεία με τους τουρίστες του εξωτερικού φαίνεται να κινείται ο εσωτερικός τουρισμός. Οι Έλληνες επιλέγουν ολοένα και πιο συχνά να γνωρίσουν καλύτερα την πολιτιστική κληρονομιά τους.
"Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι Έλληνες δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τον αρχαιολογικό τουρισμό. Τα τελευταία δέκα χρόνια αυτό αλλάζει στα γκρουπ των Ελλήνων. Οι λόγοι κατά τη γνώμη μου είναι ότι όταν οι μαθητές των σχολείων επισκέπτονται αρχαιολογικούς χώρους, το ενδιαφέρον αυτό μετακυλύεται και στις οικογένειές τους. Επίσης, οι Έλληνες άρχισαν να ταξιδεύουν περισσότερο και στο εξωτερικό, κάτι που τους βοήθησε να αλλάξουν νοοτροπία. Σε μια πορεία χρόνων βλέπω βελτίωση στον Έλληνα τουρίστα, ενώ οι ξένοι που παλιά ήταν συνώνυμοι με τον πολιτιστικό τουρισμό, τώρα αλλάζουν", τονίζει η κ. Τριβέλλα.
Οκτώ διαδρομές στο παρελθόν της Βόρειας Ελλάδας
Παρακάτω παρατίθενται οκτώ προορισμοί μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας, δημοφιλείς ή λιγότερο γνωστοί, καθώς και ενδιαφέρουσες τοποθεσίες στη γύρω περιοχή τους.
Βεργίνα
Το μουσείο που προστατεύει και αναδεικνύει τους βασιλικούς τάφους των Αιγών μαγεύει από την πρώτη στιγμή το κοινό που το επισκέπτεται με την ατμοσφαιρικότητά του. Το κτίσμα δίνει εξωτερικά την εντύπωση αρχαίου τύμβου, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται οι θησαυροί που εντοπίστηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Στο εσωτερικό του μουσείου παρουσιάζονται οι τέσσερις τάφοι του Φιλίππου του Β', της Περσεφόνης, του Αλέξανδρου Δ' και ο τάφος με τους ελεύθερους κίονες. Επίσης, τα θεμέλια του υπέργειου ηρώου και τα ευρήματα των τάφων. Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού τραβούν την προσοχή ως οι μοναδικές πλήρως σωζόμενες ζωγραφικές παραστάσεις της κλασικής αρχαιότητας. Οι χρυσές λάρνακες που περιείχαν τα οστά του Φιλίππου Β' και της βασιλικής συζύγου αποτελούν τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά εκθέματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μεγαλοπρεπές ανάκτορο του Φιλίππου Β', στο δυτικό τμήμα της πόλης των Αιγών. Δίπλα του βρίσκονταν το θέατρο και άλλα δημόσια κτίρια της πόλης.
Σε απόσταση 13 χιλιομέτρων από τη Βεργίνα, βρίσκεται η Βέροια, πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας και πόλη των παραδοσιακών συνοικιών με τα εντυπωσιακά νεοκλασικά και τις πολυάριθμες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες.
Πέλλα
Η Πέλλα, μία μικρή πόλη στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου, έγινε πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους στο τέλος του 5ου - αρχές του 4ου αι. π.Χ., αντικαθιστώντας τις Αιγές, και σύντομα εξελίχθηκε στο σημαντικότερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο όλης της Ελλάδας.
Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος της Πέλλας, βόρεια του δημόσιου δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, περιλαμβάνει τμήμα του οικιστικού τομέα της πόλης, κυρίως της ελληνιστικής εποχής. Δεσπόζει η αγορά, όπου επικεντρωνόταν η μεγάλη παραγωγική δραστηριότητα της Πέλλας στην ελληνιστική εποχή. Γύρω από αυτήν εκτείνεται το οικιστικό τμήμα της πόλης. Ξεχωρίζουν οι ιδιωτικές οικίες του Διονύσου, της Ελένης, των κονιαμάτων και του Ποσειδώνος. Στο βορειότερο λόφο της πόλης βρίσκεται το ανάκτορο. Τεμένη μέσα στην πόλη, αλλά και εκτός των τειχών δίνουν στοιχεία για τη θρησκευτική ζωή των κατοίκων της Πέλλας και για την αρχιτεκτονική των ιερών χώρων: το Θεσμοφόριο, το ιερό της Αφροδίτης - Κυβέλης και το ιερό του Δάρρωνα, θεραπευτή θεού.
Από τον Σεπτέμβριο του 2009 στην Πέλλα και στο βορειοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου λειτουργεί ένα νέο μουσείο, έκτασης 6.000 τετραγωνικών μέτρων. Η έκθεση των ευρημάτων διαρθρώνεται σε πέντε θεματικές ενότητες: καθημερινή ζωή, δημόσια ζωή, θρησκεία, νεκροταφεία και αίθουσα του ανακτόρου.
Η αρχαιολογική επίσκεψη στην Πέλλα συνδυάζεται μοναδικά με τις φυσικές ομορφιές της ευρύτερης περιοχής: τα λουτρά Πόζαρ στο Λουτράκι Πέλλας, τους καταρράκτες της Έδεσσας, το Καϊμάκτσαλαν με το δημοφιλή διατηρητέο οικισμό του παλαιού Άγιου Αθανάσιου, το Μαύρο Δάσος της Αλμωπίας και τη λίμνη Βεγορίτιδα με τους πανέμορφους παραλίμνιους οικισμούς της.
Δίον
Στους βόρειους πρόποδες του Ολύμπου, σε περιοχή που εξασφαλίζει τον απόλυτο έλεγχο της στενής διάβασης από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία, δεσπόζει το Δίον, η κατ' εξοχήν ιερή πόλη των Μακεδόνων κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Καλύπτοντας χώρο έκτασης 1.500 στρεμμάτων, ο αρχαιολογικός χώρος του Δίου αποτελείται από την έκτασης 360 στρεμμάτων οχυρωμένη πόλη, πλαισιωμένη από χώρους λατρείας, που κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τα κλασικά ως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σε επάλληλα ανασκαφικά στρώματα αποκαλύφτηκαν ιδιωτικές κατοικίες (όπως η έπαυλη του Διονύσου), δημόσια κτίρια, καταστήματα, ιερά, το ελληνιστικό και το ρωμαϊκό θέατρο και πολλά εργαστήρια.
Τα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο Δίον, αλλά και ανασκαφών από θέσεις σε όλη την Πιερία, στεγάζονται στο αρχαιολογικό μουσείο του Δίου, που βρίσκεται σε απόσταση 500 μέτρων από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Τα εκθέματα είναι οργανωμένα σε ενότητες αντίστοιχες με το χώρο ανέυρεσής τους (δημόσια, κτίρια, ιερά, νεκροταφεία, κλπ).
Με επίκεντρο το ελληνιστικό θέατρο του Δίου διοργανώνονται κάθε χρόνο πολιτιστικές εκδηλώσεις, υπό τον τίτλο Φεστιβάλ Ολύμπου. Οι δράσεις του φεστιβάλ (συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, λογοτεχνικές βραδιές, εκθέσεις και αρχαιολογικές ομιλίες) πραγματοποιούνται επίσης, στο Βυζαντινό Κάστρο του Πλαταμώνα, στο βυζαντινό ναό της Παναγίας στην Κονταριώτισσα και στο Κέντρο Μεσογειακών Ψηφιδωτών.
Φίλιπποι
Η αρχαία πόλη των Φιλίππων ιδρύθηκε στις παρυφές των ελών που κάλυπταν το νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας της Δράμας. Οι πρώτοι οικιστές της ήταν άποικοι από τη Θάσο, που ίδρυσαν στα 360 π.Χ. την αποικία των Κρηνίδων. Η πόλη γνώρισε την ακμή της κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Τη φυσιογνωμία της πόλης "σφράγισε", επίσης, η έλευση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ίδρυσε εδώ την πρώτη χριστιανική εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος το 49/50 μ.Χ.
Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικά σύνολα, που μαρτυρούν το ένδοξο παρελθόν της περιοχής: τα τείχη και την ακρόπολη, το αρχαίο θέατρο, τη ρωμαϊκή αγορά, τις βασιλικές Α' και Β' και το παλαιοχριστιανικό "Οκτάγωνο", που περιλάμβανε ναό, φιάλη, βαπτιστήριο, λουτρώνα και μνημειακό πυλώνα.
Τα ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο Φιλίππων. Το μουσείο παρέμενε κλειστό για πολλά χρόνια λόγω των πολλών κτιριακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και τα οποία έπρεπε να αποκατασταθούν. Μετά τις εργασίες κτιριακής βελτίωσης και επανέκθεσης είναι και πάλι από τον περασμένο Μάιο ανοιχτό για το κοινό.
Όπως και στο Δίον, έτσι και στους Φιλίππους οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να συνδυάσουν κατά τη θερινή περίοδο τον αρχαιολογικό περίπατο με πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων. Το Φεστιβάλ Φιλίππων- Καβάλας έχει ως επίκεντρο το αρχαίο θέατρο, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί και σε άλλους χώρους- σημεία αναφοράς της Καβάλας: το βυζαντινό κάστρο, το παλιό Απεντομωτήριο, το Ιμαρέτ, την Παλιά Μουσική ή Χαλίλ Μπέη Τζαμί, την πλατεία Μωχάμετ Άλη και το παλιό αεροδρόμιο Αμυγδαλεώνα.
Αιανή
Σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από τη σύγχρονη κωμόπολη της Αιανής βρίσκεται η αρχαία πόλη, που κατά την Αρχαιότητα αποτελούσε την πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελιμιώτιδας, ενός από τα ισχυρότερα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας. Η ζωή στην περιοχή ξεκινά από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ενώ οι πρωιμότερες οικοδομικές φάσεις στην πόλη της Αιανής ανέρχονται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και συνεχίζονται αδιάλειπτα ως τα υστεροελληνιστικά χρόνια, οπότε εγκαταλείπεται μάλλον ειρηνικά η πόλη και μετατοπίζεται σε άλλο χώρο, προφανώς με την επικράτηση των Ρωμαίων.
Κατά τις ανασκαφές στην αρχαία Αιανή έχουν εντοπιστεί πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες, μοναδικά αγάλματα, βασιλικοί τάφοι και δημόσια κτίρια. Στα πιο ενδιαφέροντα κτίρια του αρχαιολογικού χώρου συγκαταλέγονται το μνημειώδες δημόσιο κτίσμα "Στωικό κτίριο", η δημόσιου χαρακτήρα "Οικία των μεγάλων δόμων", οι ιδιωτικές οικίες "Σπίτι με τα πιθάρια", "Σπίτι με τις σκάλες" και "Σπίτι με τις αγνύθες", καθώς και οι κτιστοί θαλαμωτοί τάφοι.
Στο μουσείο της Αιανής αναπτύσσεται η ιστορική εξέλιξη της αρχαίας Αιανής και της ευρύτερης περιοχής, από τα προϊστορικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Σε μικρή απόσταση από την Αιανή, στο Μικρόβαλτο του δήμου Καμβουνίων, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει ένα μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο, τα Μπουχάρια. Πρόκειται για 20 περίπου φυσικές γεωμορφές που προήλθαν από τη διάβρωση του εδάφους σε διάστημα χιλιάδων χρόνων. Έχουν το σχήμα χωμάτινης κολώνας, ενώ στην κορυφή τους καλύπτονται από βράχο. Το ύψος τους κυμαίνεται από τρία έως έξι μέτρα. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται και τα Νοχτάρια, ίδιας προέλευσης και σύστασης με τα Μπουχάρια, χωρίς το βράχο στην κορυφή τους.
Αρχαία και Βυζαντινή Μαρώνεια
Η αρχαία Μαρώνεια, κοντά στο σύγχρονο οικισμό του νομού Ροδόπης, ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε ισχυρή πόλη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η πόλη παρέμεινε ανθηρή και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά και κατά την παλαιοχριστιανική εποχή, οπότε διατήρησε το αρχαίο της όνομα και παρέμεινε στην ίδια γεωγραφική θέση. Τα ευρήματα καταδεικνύουν μάλιστα ότι κατοικούνταν ως τα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ.
Τα σημαντικότερα μνημεία της αρχαίας πόλης που έχουν έρθει στο φως είναι το θέατρο της πόλης, με δύο φάσεις κατασκευής, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή, ιερό, πιθανόν του Διονύσου, που χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα, κατοικία ελληνιστικής εποχής με ψηφιδωτό δάπεδο, τμήματα της οχύρωσης της κλασικής πόλης και δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα της ελληνιστικής εποχής.
Στο κέντρο σχεδόν της βυζαντινής πόλης, στη θέση Παληοχώρα, δεσπόζει μια παλαιοχριστιανική βασιλική με μεταγενέστερες φάσεις που παρέχουν τη δυνατότητα παρακολούθησης της μακραίωνης ζωής της πόλης. Από τη βασιλική ανασκάφηκε το αίθριο, ο νάρθηκας και τμήματα των κλιτών.
Η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της Μαρώνειας συνδυάζεται μοναδικά με εκδρομές στα δυτικά (Φανάρι, Αρωγή, Μέση) και ανατολικά (Μαρώνεια, Άγιος Χαράλαμπος, Πλατανίτης, Αλκυών, Ίμερος) παράλια του νομού Ροδόπης, όπου κυριαρχούν οι απέραντες αμμουδιές, τα καταγάλανα νερά και τα γραφικά χωριά.
Άβδηρα
Τα Άβδηρα αποτέλεσαν μια από τις πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις του βόρειου Αιγαίου. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. από αποίκους των Κλαζομενών, ελληνικής πόλης στη χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μ. Ασία. Η πορεία της αποικίας ήταν φθίνουσα όχι μόνο λόγω των συγκρούσεων με τους Θράκες, τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, αλλά, κυρίως, λόγω των κακών κλιματολογικών συνθηκών. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 545 π.Χ., ο χώρος αποικίσθηκε για δεύτερη φορά από κατοίκους της Τέω, επίσης ελληνικής πόλης που βρισκόταν νότια των Κλαζομενών. Αρχικά και αυτοί αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα με τους Θράκες, αλλά τελικά επικράτησαν και γρήγορα η πόλη τους παρουσίασε μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. μ.Χ., ο οικισμός, που είχε ήδη συρρικνωθεί σημαντικά, μεταφέρθηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης και μετονομάσθηκε σε Πολύστυλον. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ.
O αρχαιολογικός χώρος των Αβδήρων, στο ακρωτήριο Μπουλούστρα, περιλαμβάνει το βόρειο και το νότιο περίβολο, την ακρόπολη της αρχαίας πόλης και τα νεκροταφεία της, που χρονολογούνται στην αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική περίοδο. Επίσης, ο επισκέπτης μπορεί να δει κατοικίες των ρωμαϊκών χρόνων, τα ερείπια πολυτελούς λουτρού της ίδιας εποχής και κοιμητηριακή βασιλική των χριστιανικών χρόνων.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αβδήρων εκτίθενται αντικείμενα που βρέθηκαν στην πόλη και τα νεκροταφεία των αρχαίων Αβδήρων. Η έκθεση καλύπτει τη χρονική περίοδο από τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι τον 13ο αι. μ.Χ. Η παρουσίαση των εκθεμάτων γίνεται σε τρεις κύριες ενότητες: δημόσιος βίος, ιδιωτικός βίος και ταφικά έθιμα.
Η περιήγηση στα Άβδηρα συνδυάζεται ιδανικά με επίσκεψη στην Ξάνθη, που απέχει μόλις 25 χιλιόμετρα. Η παλιά πόλη της, στο βόρειο μέρος της Ξάνθης, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη που θα βρεθεί εκεί. Τα κτίσματα χρονολογούνται στην πλειονότητά τους το 19ο αιώνα. Στην παλιά πόλη οργανώνονται κάθε Σεπτέμβριο και πολιτιστικά δρώμενα.
Μικρή Δοξιπάρα
Ένας λιγότερο γνωστός αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται κοντά στα χωριά Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα, στο νομό Έβρου. Η ανασκαφή στη Μικρή Δοξιπάρα- Ζώνη αποκάλυψε πριν από μόλις οκτώ χρόνια σπάνια ευρήματα: τετράτροχες άμαξες, καλά διατηρημένες, θαμμένες μαζί με τα άλογά τους.
Όπως συμπεραίνουν οι αρχαιολόγοι, στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. τέσσερα μέλη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που πέθαναν διαδοχικά, αποτεφρώθηκαν και ενταφιάστηκαν στο ίδιο σημείο, κοντά στο δρόμο που οδηγούσε από την Αδριανούπολη στη Φιλιππούπολη. Στην ίδια θέση κατασκευάστηκε σταδιακά μεγάλος τύμβος, για να διατηρηθεί ανά τους αιώνες ζωντανή η μνήμη των νεκρών.
Στο χώρο των ταφών εντοπίστηκαν πολυάριθμα κινητά ευρήματα: πήλινα, γυάλινα και χάλκινα αγγεία, χάλκινοι λυχνοστάτες και λυχνάρια, χάλκινα φανάρια, όπλα, κοσμήματα και ξύλινα κιβωτίδια. Οι άμαξες που βρέθηκαν στη Μικρή Δοξιπάρα-Ζώνη ήταν τα οχήματα με τα οποία μεταφέρθηκαν οι νεκροί στο χώρο ταφής. Ο αρχαιολογικός χώρος στον τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης δεν έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για την υποδοχή των επισκεπτών, ωστόσο οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν το χώρο της ανασκαφής για να θαυμάσουν από κοντά τις περίτεχνα διακοσμημένες άμαξες.
Σε κοντινή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται το φράγμα του ποταμού Άρδα. Ο Άρδας αποτελεί σημαντικό οικοσύστημα, ενώ το παραποτάμιο δάσος που αναπτύσσεται κατά μήκος της κοίτης του "κρύβει" σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας.