Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Φουσκωτές Διακοπές Part 2

Όπως και στην τριλογία του Νονού. Ξεκίνησε μόνος με κάνα δυο λαμόγια φίλους. Αλλά μετά απέκτησε οικογένεια. Έτσι κι εμείς με το φουσκωτό. Η δεύτερη εξόρμηση έγινε μετά συζύγου και με ένα άλλο φιλικό ζευγάρι. Επειδή στο προηγούμενο έκραζα το πόσο βαρετό είναι να είσαι σε μεγάλο σκάφος με άλλο κόσμο και πόσο ψυχοφθόρο, θέλω να σας δώσω μια συμβουλή. Μέχρι τέσσερις. Τέσσερις περάσαμε καλά. Έξι, δεν ξέρεις ούτε πού να βάλεις τις πατούσες σου. Άσε που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για το πού θα φάμε, πού θα πιούμε, πού θα κάνουμε μπάνιο.

yupi.gr

Το δρομολόγιο ξεκίνησε από εκεί που είχαμε πάει στο αντρικό ταξίδι. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Έπρεπε να περάσουμε από εκεί που είχαμε πάει μόνοι μας για να τσεκάρουν και οι γυναίκες αυτά που είχαμε δει.
Αφού διαπίστωσαν ότι δεν κυκλοφορού­σαν ούτε Ρωσίδες ντιζέζ και κονσοματρίς σε Πάρο – Αντίπαρο – Κουφονήσια και ότι οι μόνοι που μας ήξεραν ήταν οι ψα­ράδες στο λιμάνι, φύγαμε για Ίο. Την Ίο την είχα στραβά στο κεφάλι μου, παρότι εκεί βρέθηκα μία από τις πιο ένδοξες μέ­ρες του ελληνισμού.

Τελευταία φορά που πήγα στην Ίο ήταν το καλοκαίρι του 1987 για να κάνω μόνος μου ρεπορτάζ (ελλεί­ψει άλλων ρεπόρτερ) για τον οδηγό δια­κοπών που έβγαζε τότε το ΚΛΙΚ. Εκεί, μέ­σα σε ένα καφενείο, είδα τον Καμπούρη να βάζει τις δύο χαριστικές βολές στους Ρώσους και να παίρνουμε το πρώτο πρω­τάθλημα της Ευρώπης. Με θυμάμαι να πανηγυρίζω μόνος μου με τον καφετζή. Οι άλλοι ήταν Εγγλέζοι τουρίστες. Η Ίος κουβαλούσε κάτι το αρνητικό στο κεφάλι μου για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι τίγκα στη βορειοευρωπαϊκή πιτσιρικαρία, που μετά τη 1.00 είναι τύφλα στο μεθύσι και κάνει αγριάδες, και δεύτερον, γιατί εκεί πήγαινε κάθε χρόνο ο Καραμανλής. Αν κρίνω από το πώς κυβέρνησε, φοβή­θηκα μήπως έχουν τίποτα περίεργο τα νερά στο Μαγγανάρι και σε βλακεύουν. Όλοι μου οι φόβοι κατερρίφθησαν.

Η Ίος όχι μόνο δεν έχει χαλάσει, όπως πολλά ελ­ληνικά νησιά, αλλά θα μπορούσα να πω πως έχει φτιάξει κιόλας. Καταρχήν έχει υπέροχες παραλίες. Κράζω μερικές φο­ρές διάφορους που κριτικάρουν τη Μύ­κονο, ενώ συχνάζουν σε νησιά που έχουν μιάμιση παραλία και προφανώς μιλούν με τη γλώσσα της άγνοιας για το νησί των 70 παραλιών. Παραλία για glamorous πάρτι, παραλία για να τον βγάζεις έξω και να είσαι μόνος σου, παραλία με γκέι, κι άλ­λη παραλία με γκέι, παραλία για ravers, παραλία για γύφτους, παραλία υπέροχη, όπου πας και δεν τη λες, παραλία για σέρ­φερ, ό,τι παραλία θες έχει η Μύκονος. Ε, έχει και η Ίος λοιπόν, πράγμα που δεν έχει ούτε η Αντίπαρος ούτε η Πάρος ούτε η Σίκινος ούτε η Φολέγανδρος. Με βαρ­κάκι βρίσκεις απίθανες παραλίες.

Δεν εί­ναι μόνο ο Μυλοπότας (πολύ τουριστικός) ή το Μαγγανάρι, που μπαίνοντας αριστε­ρά έχει τιρκουάζ νερά τύπου blue lagoon, αλλά ευτυχώς ο άνεμος και το κύμα έχουν πάρει ό,τι υπήρχε από τον Καραμανλή. Λίγο παραπάνω είναι ο Παπάς. Ένα απί­στευτο μέρος, με υπέροχη χοντρή άμμο
που δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν έχουν χτιστεί εκεί σπιτάκια-bungalows για ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία του Αιγαί­ου. Γιατί, αν χτίσει κάποιος εκεί κανονικό ξενοδοχείο-μπλοκ, θα θέλει εκτέλεση στο Σύνταγμα. Έχει ομορφύνει και από πλευ­ράς υποδομών η Ίος. Μπορείς να μείνεις σε πάρα πολύ ωραία μέρη. Εμείς μείναμε στο Λιοστάσι, πάνω από το λιμάνι και πριν από τη Χώρα, όπου είχε υπέροχη θέα και υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Πολύ καλοφτιαγ­μένο boutique hotel. Έχει κι άλλα. Αλλά αυτή τη φορά δεν έκανα ρεπορτάζ, διακο­πές έκανα. Το καλύτερο όμως το βράδυ στην Ίο ήταν το Lord Byron. Ένα εστια­τόριο από αλλού. Σε μια μικροσκοπική πλατειούλα, για πρώτη φορά το καλοκαίρι θελήσαμε να φάμε μέσα και όχι στην αυ­λή. Το έχει μια ωραία φιγούρα, η Μόλι, Αμερικάνα που ξέμεινε εδώ και πολλά χρόνια στην Ίο, μαζί με τον Βασίλη που μαγειρεύει. Ο Βασίλης είναι παλιά μούρη των νησιών. Έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου από παντού. Τον θυμάμαι από τα 80s. Η διακόσμηση είναι απίστευτη. Οι τοίχοι βαμμένοι όλοι κάτι ανάμεσα σε τιρ­κουάζ και βεραμάν, με χιλιάδες φωτογρα­φίες και διάφορα απίστευτα αντικείμενα του τύπου από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα. Μου θύμιζε πάρα πολύ το μπαρ που θα ήθελα να είχα στην Κούβα. Η μπάρα με τα μπουκάλια πίσω θύμιζε κάτι από Νέα Ορλεάνη και ο Μπίλι μαγειρεύει ένα κότσι αρνιού να σου φύγουν τα καπά­κια. Ο Μπίλι, όταν βαριέται να μαγειρεύει, το παίζει DJ. Κάτι μου θυμίζει αυτό... έχει και μια σπαλομπριζόλα με ωραίες τηγανη­τές...

Λίγο παρακάτω είναι και το Πιθάρι. Μαγειρεύει πάρα πολύ ωραία γλυκά και εκεί τρως σε μια πλατειούλα σαν αυτές που έβλεπες στον ελληνικό κινηματογρά­φο στα ’60s με τη Βλαχοπούλου να φω­νάζει και τη Λάσκαρη να χορεύει με τον Φαίδωνα Γεωργίτση. Μια υπέροχη σκηνή όμως είναι αυτή που διαδραματίζεται κάθε βράδυ στην είσοδο της Xώρας, μπροστά στην εκκλησία, όπου υπάρχει μια τεράστια αυλή. Εκατοντάδες πιτσιρικάδες παίζουν μπάλα, μπάσκετ, κυ­νηγιούνται, τρέχουν, μέχρι τη 1.00 το βράδυ. Είναι υπέροχη η σκηνή που βλέ­πεις όταν πάνω σε μια μικρή εκκλησία κυκλαδίτικη είναι σκαρφαλωμένοι οι πι­τσιρικάδες στους τρούλους, σαν τεράστιοι σπουργίτες, και κάθονται και μιλάνε. Βέ­βαια, αν είσαι εχέφρων, κατά τη 1.00 την κάνεις. Είναι η ώρα που οι μεγαλύτεροι πιτσιρικάδες, οι μετασχολικοί έχουν γίνει ντέφι. Άλλωστε, πολλά μπαρ το γράφουν: Σφηνάκια με 1 euro. Ενάντια στην κρίση η τιμή είναι σίγουρα. Από τι είναι αυτή η τεκίλα βέβαια και αυτή η βότκα δεν γνωρίζω. Μια εικοσάρα την έχει πιει ο καθένας. Και πολλές παρέες κινούνται σαν δρεπα­νηφόρα άρματα. OΚ, nobody and nothing is perfect.

Λίγο παραπέρα είναι η Κίμωλος, η Μή­λος και η Πολύαιγος. Αν θέλεις να πηδή­ξεις τη Σίκινο. Στην Πολύαιγο επιτρέπε­ται να κατοικούν μόνο κατσίκια. Και εκεί ίσως είναι τα πιο όμορφα νερά του Αιγαίου. Θυμάστε, κορίτσια, που σας άρεσε μικρές η Γαλάζια Λίμνη; Ε, αυτό. Κι εσείς στο ρόλο της Μπρουκ Σιλντς. Σ’ το χαλάει λίγο που σκάνε και mega yacht, αλλά δεν βαριέσαι. Η Κίμωλος είναι το αγαπημένο μου νησάκι. Ξεχασμένο εκεί κι αυτό στα ’60s με ένα ερειπωμένο κάστρο. Εκεί θα τη γύριζα την ταινία. Ποια ταινία; Όποια να ’ναι. Αυτό το νησί έχει ξεμείνει στο χρόνο. Και καλά κάνει. Ίσως είναι το τε­λευταίο αμόλυντο κομμάτι του Αιγαίου. Κι εκεί κάτω στο λιμάνι έχει μια πάρα πολύ ωραία ταβέρνα. Το Κύμα του Αποστόλη. Εκεί μένεις. Και κάνεις και εξόρμηση στη Μήλο στις περιβόητες σπηλιές και στην ­­Πολλώνια, ένα πολύ όμορφο λιμανάκι. Κι άμα βγεις, πήγαινε και στον Χρηστάρα στο Γιαλό να φας.

Τελευταία συμβουλή. Αν θες φουσκω­τό για να βλέπεις τον κόσμο αντίστρο­φα, από έξω προς τα μέσα και όχι από μέσα προς τα έξω, που είναι μια άλλη αντίληψη του κόσμου, κάνε το χειμώνα πολλή γυμναστική. Θα φας πολύ ξύλο, στην κυριολεξία ξύλο, εκείνες τις μέρες που θα φυσάει ο βοριάς και εσύ δεν θα θέλεις να κάνεις την κότα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...