«Ξένα» ψάρια έχουν εισβάλει τα τελευταία χρόνια στις θάλασσες της Ελλάδας και απειλούν να τινάξουν στον αέρα το οικοσύστημα!
Ηδη δεκάδες είδη ψαριών απ' ολόκληρο τον κόσμο ζουν και πολλαπλασιάζονται στις λίμνες και τα ποτάμια της χώρας μας. Οι επιστήμονες διακρίνουν αυξητική τάση...
στην εισαγωγή των ξενικών, όπως ονομάζονται, ειδών και προειδοποιούν ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να έχει πολλές αρνητικές συνέπειες.
«Στις λίμνες και τα ποτάμια μας έχουν εισαχθεί περίπου είκοσι οχτώ ξενικά είδη ψαριών», δηλώνει στην «Espresso» ο Λεωνίδας Βαρδάκας, ιχθυολόγος του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών. Ο κ. Βαρδάκας συμμετείχε στην επταμελή ομάδα του ΕΛΚΕΘΕ και ελληνικών πανεπιστημίων που συγκέντρωσε όλα τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την εισαγωγή ψαριών απ' άλλα μέρη του κόσμου σε ελληνικά εσωτερικά ύδατα. «Το βασικό συμπέρασμα της δουλειάς μας είναι ότι οι εισαγωγές αυτές παρουσιάζουν αυξητική τάση» αναφέρει ο Ελληνας επιστήμονας, που προσθέτει ότι ο αριθμός των ξενικών ειδών αυξάνεται σε πενήντα τρία, αν ληφθούν υπόψη οι μεταφορές αυτόχθονων ψαριών από μια περιοχή της χώρας σε μια άλλη, όπου δεν προϋπήρχαν φυσικά. «Ακόμη και αυτές οι εισαγωγές ενδέχεται να έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις στη λειτουργία των οικοσυστημάτων» επισημαίνει.
Τα ξενικά είδη που κολυμπούν στα ελληνικά νερά προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου. Εννέα είδη έχουν αμερικανική προέλευση, επτά από την Ασία, έξι από την Ευρώπη, τέσσερα από την Ασία και δύο από την Αφρική. Σε ό,τι αφορά τα επιμέρους υδάτινα συστήματα, οι περισσότερες εισαγωγές ξενικών ειδών καταγράφονται στις λίμνες Ιωαννίνων και Ταυρωπού και στους ποταμούς Αχελώο και Εβρο.
Ομως, πώς βρέθηκαν αυτά τα είδη στα ελληνικά νερά; «Οι ακριβείς λόγοι της εισαγωγής ξενικών ψαριών δεν είναι πάντοτε γνωστοί», απαντά ο κ. Βαρδάκας. «Τις περισσότερες φορές οι εισαγωγές πραγματοποιούνται εσκεμμένα και, κυρίως, για την ενίσχυση της επαγγελματικής αλιείας. Ωστόσο εισαγωγές έχουν πραγματοποιηθεί και για άλλους λόγους» λέει ο κ. Βαρδάκας, που φέρνει ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Για τον έλεγχο της μαλάριας (ασθένειας που μεταδίδεται μέσω κουνουπιών), το 1927 η χώρα μας εισήγαγε το κουνουπόψαρο.
- Για την αντιμετώπιση του ευτροφισμού (υπερβολικού πλαγκτόν) των λιμνών εισήχθη ο χορτοφάγος κυπρίνος.
- Σε άλλες περιπτώσεις ξενικά είδη μπήκαν στα ελληνικά συστήματα ως «λαθρεπιβάτες», δηλαδή ανακατεμένα με είδη που προορίζονταν για ιχθυοκαλλιέργεια. Τυπικός «λαθρεπιβάτης» είναι η ψευδορασμπόρα.
- Εισαγωγή ξενικών ειδών έχει σημειωθεί επίσης από διαφυγές υδατοκαλλιεργειών, όπως κάποιων οξύρρυγχων που προέρχονται από τη Βουλγαρία, αλλά και από την εσκεμμένη απελευθέρωση εμπορικών ψαριών ενυδρείου, όπως του μόλλυ που ζει στη λίμνη της Βουλιαγμένης.
Με άλλα λόγια, η εισβολή των ξενικών ειδών στις λίμνες και τα ποτάμια είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις θάλασσες, όπου είναι αποτέλεσμα κλιματολογικών μεταβολών.
Σύμφωνα με τον κ. Βαρδάκα, οι επιπτώσεις από τις εισαγωγές ψαριών «ήταν και παραμένει ένα αντικρουόμενο θέμα, διότι δεν έχει διενεργηθεί ποτέ μια εμπεριστατωμένη έρευνα που να εξετάζει τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες και όλες οι αναφορές που υπάρχουν βασίζονται σε εμπειρικές διαπιστώσεις ερευνητών».
Στα θετικά οι επιστήμονες συγκαταλέγουν τα οφέλη για την αλιεία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, καθώς και τον έλεγχο του ευτροφισμού. Ομως, τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν είναι μεγάλα. «Συχνά τα εισαχθέντα ψάρια επηρεάζουν αρνητικά τη βιωσιμότητα των αυτόχθονων ειδών στα οικοσυστήματα που εισήχθησαν», αναφέρει ο Ελληνας επιστήμονας και προσθέτει ότι τα ξενικά είδη ενδέχεται να προκαλέσουν αλλοιώσεις στις φωλιές («ενδιατήματα») των ντόπιων ειδών, να μεταφέρουν παράσιτα και ασθένειες, καθώς και να προκαλέσουν γενετική ρύπανση.
«Αν και υπάρχουν ευρωπαϊκοί κανονισμοί για την εισαγωγή των ξενικών ειδών, σπάνια εφαρμόζονται. Στη θεωρία, κάθε εισαγωγή οργανισμού σε κάποιο οικοσύστημα προαπαιτεί δαπανηρή μελέτη, στην πράξη όμως δεν γίνεται» επισημαίνει ο κ. Βαρδάκας.
Dete.gr