Στη σταδιακή ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα φαίνεται να οδηγούν τα κυοφορούμενα μέτρα του υπουργείου Εργασίας για το πεδίο ισχύος των τριών ειδών συλλογικών συμβάσεων που εφαρμόζονται στη χώρα μας.
Ήδη οι συμβάσεις βρίσκονται υπό συνεχή αμφισβήτηση, με πρώτη την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας την οποία υπογράφουν η
ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς και η οποία καθορίζει τα κατώτατα όρια των αμοιβών. Επίσης οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, ηλικίας κάτω των 25 ετών, αμείβονται με 592 ευρώ ή το 84% του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως ορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και σήμερα φθάνει στα 740 ευρώ.
Ταυτοχρόνως, σύμφωνα με το Βήμα της Κυριακής, η κυβέρνηση ετοιμάζει υπουργική απόφαση με την οποία θα δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρησιακές συμβάσεις να υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων ή ακόμη και αυτής της σύμβασης της ΓΣΕΕ.
Κάτι τέτοιο βεβαίως θα μπορεί να ισχύσει μόνο υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή σε περιπτώσεις επιχειρήσεων με δεδομένα οικονομικά προβλήματα ή γεωγραφικών περιοχών με υψηλή ανεργία.
«Αν μια επιχείρηση είναι έτοιμη να κλείσει, θα πρέπει να παρέχεται μια ευελιξία προκειμένου να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας», δηλώνει σχετικά η υπουργός Εργασίας Λούκα Κατσέλη, η οποία επισημαίνει ότι η ρύθμιση θα είναι έτοιμη ως το τέλος Οκτωβρίου και θα περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλίδες προκειμένου να αποφεύγεται η καταστρατήγηση του μέτρου από υγιείς επιχειρήσεις που θα επιδιώκουν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους. Σημειώνεται ότι η ρύθμιση αυτή περιέχεται στον νόμο με τον οποίο κυρώθηκε το μνημόνιο.
Η Κατσέλη διευκρινίζει ότι η τελική διατύπωση της ρύθμισης θα γίνει σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, με στόχο να διασφαλισθούν οι εργαζόμενοι από περιπτώσεις στρεβλής εφαρμογής του μέτρου. Δηλαδή για τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που θα επικαλεστούν πρόβλημα, χωρίς πραγματικά να υπάρχει, με στόχο να μειώσουν το κόστος τους.
Η υπουργός σε κάθε ευκαιρία σημειώνει ότι χρειάζεται προσεκτική ρύθμιση, σε συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς εταίρους, έτσι ώστε αφενός να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και αφετέρου να παρέχεται μεγαλύτερη ευελιξία στις περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων.
Παρά ταύτα οι παρεμβάσεις αυτές στις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα και στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων προκαλούν έντονες αντιδράσεις από τα συνδικάτα, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι πρόκειται για την αρχή του «ξηλώματος του πουλόβερ». Το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπει ανατροπές στο καθεστώς των συμβάσεων, με υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων στις εξής περιπτώσεις:
1. Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται στα πρόθυρα αναστολής της λειτουργίας τους μπορούν να εφαρμόσουν συμβάσεις με χαμηλότερες αμοιβές από τις ισχύουσες κλαδικές συμβάσεις. Το ζητούμενο στην περίπτωση αυτή είναι οι ασφαλιστικές δικλίδες που θα διασφαλίζουν από το ενδεχόμενο καταστρατήγησης του μέτρου από υγιείς επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει η επιχείρηση να επικαλεσθεί συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία και στη συνέχεια να υπογράψει σύμβαση με το οικείο σωματείο, η οποία θα έχει υποδεέστερο οικονομικό περιεχόμενο από την κλαδική ή ακόμη και την εθνική γενική σύμβαση της ΓΣΕΕ.
2. Σε γεωγραφικές περιοχές με υψηλή ανεργία ή κλάδους παραγωγής με προβλήματα θα μπορούν να υπογραφούν συμβάσεις με χαμηλότερες αμοιβές, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσοστό ανεργίας θα ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο- ίσως το διπλάσιο του γενικού ορίου της χώρας. Πρόκειται για ένα αντίστοιχο μέτρο που είχε ισχύσει χωρίς επιτυχία στο παρελθόν με τα λεγόμενα «τοπικά σύμφωνα απασχόλησης».