Η χρονιά του φόβου και των μεγάλων ανατροπών
Η οικονομική κρίση και οι πολλές αβεβαιότητες που μεταφέρει φαίνεται να επιδρούν καθοριστικά στην ελληνική κοινωνία μεταβάλλοντας ιδέες και συμπεριφορές, καθώς οι σταθερές κάμπτονται, οι απειλές πολλαπλασιάζονται και η ζωή των ανθρώπων μεταβάλλεται.
Οπως προκύπτει από τη μεγάλη πρωτοχρονιάτικη έρευνα της Κάπα Research για «Το Βήμα της Κυριακής», στο κλείσιμο του 2010 και στην αυγή του 2011 ο ελληνικός λαός κυριαρχείται από αισθήματα φόβου, ανασφάλειας, αμφισβήτησης, οργής αλλά και μεγάλης σύγχυσης για το τι πρέπει να γίνει.
Από τα ευρήματα της έρευνας φαίνεται ως τώρα να επικρατούν τα αισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας έναντι εκείνων της οργής και της συγκρουσιακής αμφισβήτησης, τα οποία όμως δεν είναι αμελητέα. Σχεδόν οι μισοί δηλώνουν πρόθυμοι να απεργήσουν και να διαδηλώσουν και ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτωμένων πάνω από 30% υπερασπίζεται τις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και εργοστασίων, πάνω από 20% επικροτεί το κλείσιμο των δρόμων και την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας, ενώ ένα 14% αναγνωρίζει τη βία ως μέσο έκφρασης και διεκδίκησης και ένα 10% ανέχεται ακόμη και την πρόκληση ζημιών σε κτίρια και καταστήματα.
Ωστόσο απέναντι στις σκληρές επιλογές στέκεται μια πλειονότητα υπομονετική. Η ανάμνηση των καλών ημερών παραμένει ισχυρή και διατηρεί, άγνωστο για πόσο, την ανοχή της κοινωνίας σε υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Κάπα Research, ουσιαστικά ο κόσμος φοβάται μη χάσει αυτά που έχει και στην πλειονότητά του αυτοσυγκρατείται, αναστέλλει τις πολλές αντιδράσεις, αμφισβητεί και ίσως οικτίρει την πολιτική αλλά δίνει ακόμη ευκαιρίες στην κυβέρνηση και στις συστημικές δυνάμεις ελπίζοντας ενδόμυχα σε διάσωση και σωτηρία της οικονομίας.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως, παρ' ότι επτά στους δέκα πιστεύουν ότι η κατάσταση θα χειροτερεύσει και πάνω από τους μισούς περιμένουν ότι το 2011 θα είναι χειρότερο από το 2010, εν τούτοις ελπίζουν ότι τελικώς θα τα καταφέρουμε και δεν θα χρεοκοπήσουμε.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επικρατεί διχασμός στην ελληνική κοινωνία, ότι οι πολίτες παλεύουν εσωτερικά με την ανασφάλεια, τον φόβο και την κρυφή ελπίδα της διάσωσης. Στην πλειονότητά τους ελέγχουν το θυμικό και τις αντιδράσεις τους, παρ' ότι βράζει το αίμα τους και θεωρούν το πολιτικό σύστημα κατώτερο ίσως των περιστάσεων.
Οπως προκύπτει από την έρευνα, οι Ελληνες φοβούνται περισσότερο απ' όλα μια ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη, αισθάνονται μεγαλύτερη απειλή από μια επαπειλούμενη διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης παρά από οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι τυχαίο ότι κι αυτός ακόμη ο αξιακός κώδικας μεταβλήθηκε με την κρίση. «Πρώτα η υγεία και η οικογένεια» λένε πια οι Ελληνες, μετά η ασφάλεια και τελευταίο το χρήμα, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν έχουν.
Ωστόσο, η ανησυχία για την επαπειλούμενη χρεοκοπία είναι μεγάλη, οι πολίτες τρομάζουν στην ιδέα ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους και ορισμένοι σκέπτονται ακόμη και τη λύση της μετανάστευσης.
Ανησυχούν λιγότερο για την εκτροπή των δημοκρατικών θεσμών και για την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, συζητούν μεταξύ τους πιο πολύ για την πιθανότητα να κλείσουν οι επιχειρήσεις και να μειωθούν δραστικά οι αποδοχές τους και λιγότερο για το ενδεχόμενο να αποπεμφθεί η Ελλάδα από την ευρωζώνη. Το ευρώ, παρά τα όσα διαδίδονται και φημολογούνται περί δραχμής, είναι υψηλά στη συνείδηση των πολιτών. Ποσοστό υψηλότερο του 60% προτιμά το ευρώ και αντίστοιχο ποσοστό δεν συζητεί την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη. Προφανώς αισθάνονται ασφάλεια και προσβλέπουν στην Ευρώπη, παρ' όλες τις γκρίνιες και τις αμφισβητήσεις. Είναι αυτό κυρίως αποτέλεσμα της μειωμένης εθνικής αυτοπεποίθησης και του γεγονότος ότι νιώθουν πλέον να απομακρύνεται το όνειρο της σύγκλισης και η ιδέα ότι γίναμε και εμείς Ευρωπαίοι.
Πάντως οι πολίτες αποδίδουν τις περισσότερες ευθύνες για την ελληνική κρίση στην κυβέρνηση Καραμανλή, στους κερδοσκόπους των διεθνών αγορών, στις ελληνικές τράπεζες, στη Γερμανία, στην παγκοσμιοποίηση, στην Ευρώπη, στο ευρώ αλλά και στην κυβέρνηση Παπανδρέου, την οποία βεβαίως δεν αθωώνουν.
Εμπιστεύονται περισσότερο τον πνευματικό κόσμο, τον στρατό, τους επιχειρηματίες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και λιγότερο την κυβέρνηση, την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη Βουλή, την Εκκλησία, τη δημόσια διοίκηση και σχεδόν καθόλου τα κόμματα, τα συνδικάτα και τα ΜΜΕ.
Δείχνουν επίσης να τελούν σε καθεστώς σύγχυσης ως προς τον ρόλο, την παρουσία και την εμπλοκή της τρόικας στις ελληνικές οικονομικές και πολιτικές υποθέσεις. Προκύπτει από τις απαντήσεις των πολιτών η μετατόπιση ισχύος, αναγνωρίζεται η τρόικα ως ξεχωριστός εξωγενής παράγων και σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν αντισταθμίζει ή και υποκαθιστά στη συνείδηση των πολιτών κομμάτια της χαμένης εξουσίας από την κυρίαρχη πολιτική τάξη. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ένα ποσοστό κοντά στο 40%, δηλαδή τέσσερις στους δέκα, αντιμετωπίζει θετικά τον οικονομικό έλεγχο της τρόικας, παρ' ότι το 50% πιστεύει πως η επιτήρηση επιφυλάσσει εκπλήξεις και επιτείνει την αβεβαιότητα στα νοικοκυριά. Γενικώς τείνει να δημιουργηθεί η εντύπωση στην κοινωνία ότι τρόικα και κυβέρνηση συγκροτούν ένα ιδιότυπο διευθυντήριο και ότι η εξουσία ασκείται συνδυασμένα. Εχει μάλιστα εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι πολίτες διαχωρίζουν ρόλους, άλλα περιμένουν από την τρόικα και άλλα από την κυβέρνηση. Εμπιστεύονται περισσότερο την τρόικα σε ζητήματα μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών, για παράδειγμα αναμένουν από τους ξένους σε ποσοστό 70% να συμβάλουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως και προσβλέπουν στην τρόικα για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, την ενίσχυση του επιχειρηματικού κλίματος και την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης. Και από την κυβέρνηση περιμένουν και ελπίζουν να ρυθμίσει τις κοινωνικές ανάγκες, να ενισχύσει τις ασθενέστερες τάξεις και ομάδες, να φροντίσει τις εργασιακές σχέσεις και τις συντάξεις.
Το ΠαΣοΚ μπροστά, η ΝΔ «κολλημένη»
Η κακή οικονομική κατάσταση προφανώς επιδρά και μεταβάλλει σημαντικά τις διαθέσεις της κοινής γνώμης απέναντι στα κόμματα και στην πολιτική. Οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν φθαρεί στον μέγιστο βαθμό και ίσως ο μόνος που διασώζεται είναι ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, στον οποίο οι Ελληνες αναγνωρίζουν ότι προσπαθεί, κοπιάζει και γενικώς παλεύει για τη διάσωση της χώρας. Παραμένει καταλληλότερος πρωθυπουργός με 38,2% έναντι 25,1% του Αντώνη Σαμαρά, δίνει όμως δρόμο στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθώς αναγνωρίζει κάποια πλεονεκτήματα στη διακηρυγμένη από τη Ρηγίλλης οικονομική πολιτική. Ουσιαστικά διατηρεί τον κ. Σαμαρά στο πολιτικό παιχνίδι και αν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά μπορεί κάποια στιγμή να τον αποδεχθεί ως διεκδικητή της εξουσίας. Φαίνεται αυτή η διάθεση και στην πρόθεση ψήφου, αν και εκεί φαίνεται ότι η φθορά των κομμάτων είναι πρωτοφανής, σε επίπεδα μοναδικά.
Στο ερώτημα αν γίνονταν εκλογές την επόμενη Κυριακή εσείς ποιο κόμμα θα ψηφίζατε τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά, τέτοια δεν έχουν εμφανισθεί σε δημοσκόπηση από τη Μεταπολίτευση και δώθε. Το ΠαΣοΚ, ζώντας τη δυσκολότερη φάση από ιδρύσεώς του, σε μη προεκλογικό χρόνο, σε καιρό πλημμυρίδας μέτρων, δείχνει να φθείρεται ταχύτατα, έχει χάσει σχεδόν ολόκληρο το πλεονέκτημα του 2009 και το ποσοστό του περιορίζεται στο 22,2%. Η Νέα Δημοκρατία επίσης δεν κερδίζει, είναι κολλημένη στο 20,2%, μπορεί να υποστηρίζει ότι κλείνει την ψαλίδα αλλά για την ώρα βυθίζεται μαζί με την κυβέρνηση. Το ΚΚΕ εμφανίζεται ενισχυμένο σε επίπεδα υψηλά 8,7%, που του επιτρέπει να ελπίζει σε εντονότερη παρουσία στο μέλλον, ο ΛΑΟΣ έχει μείνει στο 4%, ο ΣΥΡΙΖΑ στο 3,3%, η Δημοκρατική Συμμαχία της κυρίας Μπακογιάννη φαίνεται ότι δεν συγκινεί και μένει κάτω από το 3%, όπως και η Δημοκρατική Αριστερά και οι Οικολόγοι κάτω από 2,5%.
Το εύρημα που εκπλήσσει και φανερώνει τη μετατόπιση, την αμφισβήτηση και την άρνηση συνολικά του πολιτικού συστήματος είναι το λευκό και άκυρο, που έχει φθάσει το 21,2%. Πρόκειται ίσως για το πιο σκληρό μήνυμα της έρευνας για το πολιτικό σύστημα. Το ποσοστό είναι μεγάλο και, αν προστεθούν και οι αναποφάσιστοι, ξεπερνά το 30%. Πράγμα που σημαίνει ότι επί της ουσίας στην παρούσα φάση και συγκυρία δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις για την εκλογική δύναμη των κομμάτων. Οταν το ένα τρίτο των ερωτωμένων σε μια έρευνα δηλώνει λευκό - άκυρο και αναποφάσιστο, όλα γίνονται αβέβαια και κάθε πρόβλεψη παρακινδυνευμένη.