Αναμφίβολα, με την πρώτη ματιά σού δίνει την εικόνα ενός κλασικού καθηγητή πανεπιστημίου. Προσεκτικός και μετρημένος στα λόγια του, με ύφος σοβαρό και επίσημο, ο επί οκτώ συναπτά έτη συνήγορος του πολίτη αποφάσισε να αφήσει τους ογκωδέστατους φακέλους με τις καταγγελίες των πολιτών, να σηκώσει τα μανίκια, να λύσει τη γραβάτα και να
μπει στο πολιτικό «κατοστάρι» για τη διεκδίκηση του δημαρχιακού θώκου της Αθήνας.
Οπως γράφει η Espresso σε αντίθεση με άλλους υποψηφίους που προτάθηκαν στο παρελθόν για αντίστοιχες θέσεις σε μεγάλα αστικά κέντρα, ο Γιώργος Καμίνης έχει μικρότερη αναγνωρισιμότητα από αυτή της θεσμικής του ιδιότητας, που είναι γνωστή στο ευρύ κοινό. Δεν είναι αυτό που λέμε «επαγγελματίας πολιτικός», γεγονός όχι κατ' ανάγκη αρνητικό. Αλλωστε, όπως λέει ο ίδιος, ο πατέρας του, από τα παιδικά του χρόνια, του έλεγε να γίνει δικηγόρος και όχι δήμαρχος.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, έζησε στην Οσάκα, έμεινε μετεξεταστέος στο Γυμνάσιο, εργάστηκε ως πλασιέ βιβλίων και πέρασε από την οργάνωση «Ρήγας Φεραίος». Χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη φράση: «Ενας μπορεί να κοροϊδέψει πολλούς για λίγο, αλλά δεν μπορεί να τους κοροϊδεύει όλους για πάντα».
Με καταγωγή από τη «ναυτομάνα» Χίο, το καλοκαίρι του 1954 οι γονείς του μετέβησαν στη Νέα Υόρκη, καθώς ο πατέρας του, ως πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, έπρεπε να επιβλέπει επισκευές πλοίων για λογαριασμό της εταιρείας στην οποία εργαζόταν.
Εκεί, στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, γεννήθηκε ο Γιώργος και ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Μιας κλασικής μικρομεσαίας οικογένειας με τρία παιδιά, που πέρασε δύσκολα αλλά και χαρούμενα χρόνια.
Στην Αθήνα επέστρεψαν το 1959, αλλά λόγω υποχρεώσεων του πατέρα του, έφυγαν αμέσως για την Οσάκα της Ιαπωνίας και το 1962 ήρθαν τελικώς στην Ελλάδα. Το 1967 ήταν χρονιά ορόσημο για τον μικρό Γιώργο, αφού στην κρίσιμη ηλικία των 14 ετών έχασε τον πατέρα του εντελώς απρόσμενα κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τη Χίο. Ο ίδιος δεν έκανε πίσω ποτέ, παρά τα περίεργα παιχνίδια της μοίρας και τις συμπτώσεις. Δεν το έβαλε κάτω ούτε όταν έμεινε μετεξεταστέος στην Α΄ Γυμνασίου. Στρώθηκε στο διάβασμα, πέρασε την τάξη και έδωσε την υπόσχεση στον εαυτό του να μην ξαναβρεθεί ποτέ σε τέτοια θέση.
Οι περίεργες συμπτώσεις τον προβλημάτισαν και αργότερα, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2001, όταν μια ημέρα μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους κι ενώ ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε παγώσει βλέποντας στις οθόνες των τηλεοράσεων την απόλυτη καταστροφή και τον απόλυτο θρήνο, ο Γιώργος οδηγούσε τη μητέρα του στην τελευταία της κατοικία.
Αλλη μία ημερομηνία που θα του μείνει χαραγμένη στη μνήμη είναι η 17η Νοέμβρη του 1973, όχι μόνο για τους γνωστούς λόγους, αλλά και διότι είναι η ημερομηνία εισαγωγής του στη Νομική, που αναγράφεται στη φοιτητική του ταυτότητα. Στα χρόνια του πανεπιστημίου δοκίμασε να βγάλει κάποια χρήματα εργαζόμενος ως πλασιέ βιβλίων, περισσότερο για το χαρτζιλίκι του. Αυτό που του έμεινε από εκείνη την περίοδο της ζωής του, περίπου σαν κινηματογραφική εικόνα, είναι κάποιοι μοναχικοί συμπολίτες μας που τον έβαζαν στο σπίτι τους μόνο και μόνο για να έχουν έναν άνθρωπο να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν.
Από εκεί έμαθε να ακούει, ικανότητα που αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στη μετέπειτα πορεία του ως συνήγορος του πολίτη, όπου χειρίστηκε χιλιάδες υποθέσεις πολιτών που είχαν διενέξεις με το Δημόσιο. Στα πρώτα χρόνια της Νομικής δεν είχε ακόμα κατά νου την ακαδημαϊκή καριέρα, ούτε βεβαίως είχε φανταστεί τη μελλοντική του ενασχόληση με την πολιτική, αν και ως φοιτητής εντάχθηκε στην οργάνωση νέων του ΚΚΕ Εσωτερικού «Ρήγας Φεραίος». Αργότερα, αποτίναξε οποιαδήποτε κομματική ταυτότητα ή ένταξη, αν και παρέμεινε πολιτικά ευαισθητοποιημένος και ενημερωμένος.
Οπως λέει ο ίδιος, δεν έχει μετανιώσει ποτέ για τις επιλογές του στο παρελθόν, καθώς: «Δεν ωφελεί σε τίποτα να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Ακόμα και τα λάθη σε ωριμάζουν και σε διαμορφώνουν».
Από τις πιο όμορφες στιγμές στη ζωή του ήταν η γνωριμία του με τη συζυγό του Ντία (λέκτορα πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας) το 2003, αλλά και οι κόρες του Κατερίνα-Μαρκέλλα (4,5 ετών) και Αγγελίνα (6 μηνών).
Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει αρειμανίως εφημερίδες και προτιμά, αντί με αυτοκίνητο, να μετακινείται με τα πόδια και με τα αστικά μέσα μεταφοράς. Μία συνήθεια που προσπαθεί πάντα να τηρεί είναι να διαβάζει παραμύθια στην κόρη του λίγο πριν κοιμηθεί, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα «Οι Ωρες», του Μάικλ Κάνιγχαμ, στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία.
Στην καθημερινότητά του δανείζεται πολύ συχνά την ατάκα: «Ενας μπορεί να κοροϊδέψει πολλούς για λίγο, αλλά δεν μπορεί να τους κοροϊδεύει όλους για πάντα. Φίλους έχει λίγους και καλούς, οι περισσότεροι από την παιδική του ηλικία και από ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά στον συνήγορο του πολίτη. Πολιτικούς έχει αρκετούς γνωστούς, όχι φίλους.
Εκείνο όμως που δεν του λείπει ποτέ, λένε οι φίλοι του, είναι το χιούμορ: «Είναι κουραστικό να ζεις πάνω από 150 χρόνια» λέει γελώντας, αρχειοθετώντας παράλληλα και εξετάζοντας τις καταγγελίες των πολιτών που είναι στοιβαγμένες μπροστά στο γραφείο του.
dete.gr