«Μόλις ήρθε το ΔΝΤ στην Ελλάδα επέστρεψαν και αρκετοί πελάτες στο κουτούκι μας! Η οικονομική κρίση έφερε ξανά στην παρέα μας ανθρώπους που είχαν “ξεστρατίσει” στην πολυτέλεια και στα δυτικού τύπου εστιατόρια» λέει με νόημα ο...
κ. Γιώργος Καρούντζος , συνιδιοκτήτης και εργαζόμενος- στα κουτούκια άλλωστε δεν υφίστανται ούτε διευθυντικά πόστα ούτε ιεραρχία- στο «Τριφύλλι», γνωστό και ως «Θύρα 13» λόγω της τοποθεσίας του ακριβώς πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Το μικρό μεζεδοπωλείο, που αριθμεί περισσότερα από 50 χρόνια ζωής, έζησε τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση, πέρασε την εποχή του καταναλωτισμού και του κακώς εννοούμενου «λαϊφστάιλ», και σήμερα εν μέσω οικονομικής στενότητας είναι ακόμα εκεί, αντέχοντας στην κρίση και αποδεικνύοντας, όπως δηλώνει ο κ. Καρούντζος, ότι «όπως η ζύμωση του μούστου σε κρασί μέσα στα βαρέλια μας, έτσι και η ιστορία ενός αληθινού κουτουκιού είναι μακριά, θέλει υπομονή και αγάπη. Στο τέλος,όμως, το αποτέλεσμα σε ικανοποιεί».
Η περίπτωσή του είναι κάθε άλλο παρά μεμονωμένη. Τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων περιορίζεται και τα πολυτελή εστιατόρια με τις «τσιμπημένες» τιμές βλέπουν τα τραπέζια να αδειάζουν και τους πελάτες να μειώνονται, τα παραδοσιακά κουτούκια, η σιωπηλή δύναμη της ελληνικής εστίασης, δεν υφίστανται απώλειες. «Το μυστικό της επιβίωσής μας είναι η σταθερότητα. Σταθεροί πελάτες, σταθερές τιμές, σταθερή συμπεριφορά επί πέντε δεκαετίες. Ούτε πλουτίσαμε στην περίοδο των παχιών αγελάδων ούτε χάνουμε έσοδα τώρα, στην περίοδο των ισχνών. Εχουμε προσωπική σχέση με τους πελάτες, δίνουμε την ψυχή μας σε αυτό που κάνουμε και γι΄ αυτό αντέχουμε στον χρόνο» αναφέρει η κυρία Ανθή Γκίκα, ιδιοκτήτρια τρίτης γενιάς μιας μικρής ταβέρνας ονόματι «Μουρούζης» στα Καλύβια.
Ταυτόχρονα, το μυστικό της διαχρονικότητας είναι η διαρκής ανανέωση της πελατείας με νέους ανθρώπους, που γνωρίζουν ένα κουτούκι, συνδέονται συναισθηματικά με αυτό και καταλήγουν να το επιλέγουν για πολλά χρόνια. «Για να έρχονται όμως οι νέοι και οι φοιτητέςοι τιμές πρέπει να παραμένουν χαμηλές. Εμείς δεν έχουμε κάνει καμία αύξηση εδώ και χρόνιακαι γι΄ αυτό έχουμε ανθρώπους όλων των ηλικιών. Αλλωστε, χάρη στις χαμηλές τιμές δεν έχουμε πάρει την κατιούσα των πολυτελών εστιατορίων εν μέσω κρίσης» αναφέρει η κυρία Λαμπρινή Κρέτση, ιδιοκτήτρια της «Καλής Παρέας» στη Νέα Ερυθραία.
Ικανοποιείται η ψυχή, όχι μόνον η πείνα
Ο συνδυασμός γευστικών πιάτων σε χαμηλές τιμές είναι ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των κουτουκιών. Δεν είναι όμως το μοναδικό. Το κουτούκι αποτελεί «έναν χώρο όπου ικανοποιείται η ψυχή του ανθρώπου, όχι μόνον η πείνα του. Σε ένα κουτούκι μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Μακριά από την οχλαγωγία και τη φασαρία των καφέ και των μπαρ, μπορείς να επικοινωνήσεις με τους συνδαιτυμόνες σου, να γελάσεις, να ανοίξεις την ψυχή σου. Ξεφεύγεις από την πίεση της καθημερινότητας και εισέρχεσαι σε έναν κόσμο απολαυστικών γεύσεων και μεθυστικού κρασιού που ευφραίνει τις καρδιές και κάνει τους ανθρώπους να χαλαρώνουν. Αλλωστε, το κουτούκι είναι το μόνο μέρος όπου μπορείς... να κεράσεις ένα καραφάκι κρασί το διπλανό τραπέζι, χωρίς να σε παρεξηγήσουν.
Δεν φοβόμαστε την κρίση, αλλά το... τσιγάρο
Οσα η οικονομική κρίση δεν κατάφερε απειλεί να πραγματοποιήσει μια υπουργική απόφαση! Ο λόγος για την επιβολή της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος, η οποία αναμένεται να πλήξει κατ΄ εξοχήν τα παραδοσιακά κουτούκια, καθώς εκεί μαζεύονται κάθε είδους μερακλήδες, που στη συντριπτική τους πλειονότητα τυγχάνουν και... θεριακλήδες. «Οι σταθεροί πελάτες που ανήκουν στον ιδιαίτερο κόσμο της ταβέρνας δεν έρχονται εδώ απλώς για το φαγητό.Μαζεύονται για να διασκεδάσουν, να πιουν,να επικοινωνήσουν και να έρθουν πιο κοντά.Το τσιγάρο,δυστυχώς ή ευτυχώς, παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.Οταν επιβάλλεις σε έναν πελάτη μιας ολόκληρης ζωής να βγει έξω για να καπνίσει, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα τον χάσεις.Δυστυχώς αυτό το διαπίστωσα προσωπικά και από 1ης Οκτωβρίου το δηλώνω απερίφραστα: δεν με τρομάζει η κρίση.Το τσιγάροόμωςμε τρομάζει» λέει στο «Βήμα» ο κ. Ανδρέας Χαραλάμπους, υπεύθυνος λειτουργίας της «Λεύκας» στα Εξάρχεια, μιας ταβέρνας που μετρά περισσότερες από επτά δεκαετίες ζωής.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ