Είναι από αυτά τα απογεύματα που η ζέστη κάνει τον ιδρώτα να τρέχει σαν ποτάμι στο πρόσωπό σου, ζω μία από τις ζεστές στιγμές του καλοκαιριού, που δεν λέει να το βάλει κάτω. Πάω να δω την κόρη μου, που είναι άλλο ένα παιδί χωρισμένων γονέων, περπατώ στο δρόμο και πρέπει να κάνω σλάλομ για να αποφύγω τις μίνι λίμνες που έχουν σχηματιστεί από τα air condition που στάζουν.
Η κόρη μου, κρατάει στα χέρια της ένα dvd. Είναι το «Ψηλά στον ουρανό». Πατάω play και, μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά της ταινίας, προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
Μεγάλωσα σε μια εποχή που τα παιδιά στα σχολεία ήταν σκληρά. Ήμασταν σκληρά παιδιά. Προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε φλώροι, ότι άμα λάχει θα γυρίσουμε σπίτι με σπασμένες μύτες και ματωμένα γόνατα. Αυτό ήταν το δικό μας Fight Club. Έτσι μας είχαν μάθει οι πατεράδες μας, έτσι μας είχε διδάξει το παρελθόν, αυτό το παλιοπαρελθόν των ηρωικών προγόνων μας, μας είχε εμποτίσει με την κουλτούρα της εύκολης βίας, «οι Έλληνες αγωνίζονται πάντα μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος» κι άλλα τέτοια τσιτάτα, σιχαμένα χουντικά και έτσι πολλές φορές σπάγανε οι μύτες και φτύναμε δόντια. Ακόμα κι αν τίποτε από αυτά δε συνέβαινε, το σίγουρο κλισεδάκι της εποχής ήταν το «οι άντρες δεν κλαίνε». Πόσα λάθη, Θεέ μου, πόσο φασιστική, στρεβλή γαλούχηση.
Δεν ξέρω εάν έχετε δει την ταινία «Ψηλά στον ουρανό». Η άποψή μου είναι ότι πρόκειται για μια εξαίρετη ταινία κινουμένων σχεδίων, μια αλλιώτικη ιστορία αγάπης που σε αιφνιδιάζει. Σε αιφνιδιάζει επειδή δεν περιμένεις τη συγκεκριμένη εξέλιξη της ταινίας, τρως αιφνιδιασμό επειδή σου ρίχνει χαστούκια ανθρωπιάς κάθε σκηνή. Είναι μια ιστορία που είναι διδακτική, είναι μια υπόθεση που μας μαθαίνει ότι οφείλουμε στην ανθρώπινη υπόστασή μας να αγαπάμε: τους ανθρώπους, τα ζώα, την ίδια τη ζωή. Να αγαπάμε ό,τι κι αν μας έχει συμβεί, να θυμόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι που βιώνουμε μια ζήση που μπορεί να καταρρεύσει. Που η ζωή μας μπορεί να γκρεμιστεί, ότι ο θάνατος είναι σκληρός και δίνει απλόχερα γερές δόσεις μοναξιάς, αλλά εμείς πρέπει να στεκόμαστε στα πόδια μας, προχωρώντας με γερά πατήματα, για να χτίσουμε ξανά τα προσωπικά μας ερείπια.
«Γιατί κλαις, μπαμπά;», με ρωτάει η κόρη μου.
- Δεν κλαίμε μόνο όταν είμαστε στεναχωρημένοι ή πονάμε, αλλά κι από χαρά, αγάπη μου.Γουρλώνει τα μάτια της που είναι ίδια με τα δικά μου, «κι εσύ, εσύ γιατί χαίρεσαι, μπαμπακούλη μου;».
- Επειδή ζω, μωρό μου. Επειδή ζω και έτσι μπορώ να αγωνιστώ, να παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα.
Έχει πλέον νυχτώσει, είναι από αυτές τις βραδιές που η ζέστη κάνει τον ιδρώτα να τρέχει σαν ποτάμι στο πρόσωπό σου, ζω μία από τις ζεστές στιγμές του καλοκαιριού, που δεν λέει να το βάλει κάτω, περπατώ και ζω σε αυτή τη ζωή που δεύτερη δεν έχει. Αυτό στο πρόσωπό μου, όμως, τι είναι; Νερό από τα air condition που στάζουν ή ποταμός από δάκρυα;