Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Πεθαίνουν τα κιμπούτζ στο Ισραήλ


Με αβέβαιο μέλλον κλείνουν εφέτος 100 χρόνια τα κιμπούτζ, οι ισραηλινές κολεκτίβες που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του κράτους του Ισραήλ. Ξεκίνησαν σαν ουτοπικές κοινότητες, οργανωμένες σε σοσιαλιστικά και δημοκρατικά πρότυπα, για να προωθήσουν την ιδεολογία του σιωνισμού. Τα μέλη τους, αν και διανοούμενοι, καλλιεργούσαν την άγονη γη για να «την αναστήσουν», ώσπου τους ξεπέρασε η εποχή. Και αναγκάστηκαν να ιδιωτικοποιηθούν. Σήμερα πολλοί τα επικρίνουν επειδή έχουν απομακρυνθεί υπερβολικά
από την ιδεολογία των πρώτων κιμπούτζ. Για να μπορέσουν να επιζήσουν άλλα 100 χρόνια πρέπει να μεταλλαχθούν σε κάτι τελείως διαφορετικό, που δεν θα μπορεί πλέον να αποκαλείται κιμπούτζ.
«Πήγα σε κιμπούτζ σε ηλικία 18 ετών, τη δεκαετία του ’60, με σκοπό να μάθω την εβραϊκή γλώσσα και να γνωρίσω την κοινοβιακή ζωή» λέει στο «Βήμα» η ιστορικός Ρένα Μόλχο. «Ολοι απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον ενικό, με το μικρό τους όνομα, όποια ηλικία και αν είχαν, και αποκαλούνταν “χαβέρ” που σημαίνει “σύντροφος” _ εξ ου και η χάβρα”. Κάθε σύντροφος εργαζόταν οκτώ ώρες κάνοντας εκ περιτροπής όλες τις εργασίες. Τα πάντα ήταν δωρεάν. Τα αυτοκίνητα ανήκαν σε όλα τα μέλη, δεν υπήρχε η έννοια της ιδιοκτησίας. Τι γινόταν αν κάποιος ήθελε να πάει σε μια συναυλία στο Τελ Αβίβ; Εδινε την ημερομηνία της παράστασης και το κιμπούτζ φρόντιζε να του εξασφαλίσει εισιτήριο. Παράλληλα γραφόταν σε μια λίστα για να πάρει σειρά προτεραιότητας ώστε να χρησιμοποιήσει ένα αυτοκίνητο για τη μετάβασή του. Καθένας ήξερε τι δικαιούταν τον μήνα».
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα παιδιά ζούσαν χωριστά από τους γονείς τους. Κοιμόνταν σε κοιτώνες με παιδαγωγούς και επισκέπτονταν τους γονείς τους λίγες ώρες το απόγευμα, προκειμένου αυτοί να είναι απερίσπαστοι να οικοδομήσουν το σοσιαλιστικό ιδεώδες _ πρακτική που επικρίθηκε έντονα αργότερα. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που μεγάλωσαν με αυτό τον τρόπο λένε ότι στερήθηκαν την παιδική τους ηλικία, τραυματίστηκαν. Κάθε βράδυ πήγαιναν να κοιμηθούν με έναν φύλακα, μπορούσαν να κλαίνε επί ώρες μόνα τους, χωρίς να έρθει κανείς να τα παρηγορήσει» μας λέει τηλεφωνικά η ισραηλινή δημοσιογράφος Αβιράμα Γκολάν.
Τόσο τα κιμπούτζ όσο και το ίδιο το Ισραήλ «τα έφτιαξαν πρώην διανοούμενοι με αριστερή ιδεολογία» συνεχίζει η Μόλχο. Στην αρχή όμως ήταν όλοι αγρότες. Στη συνέχεια αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις και να ανοίγουν εργοστάσια, σχολεία και άλλες υπηρεσίες _ πάντα συλλογικά. «Η ευημερία του Ισραήλ συντέλεσε στην παρακμή τους» προσθέτει, εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες για το ότι έχουν μέλλον στην αυθεντική μορφή τους.
Απαντώντας στις ανάγκες της εποχής, τα κιμπούτζ ιδιωτικοποιήθηκαν. Το ταμείο συνεχίζει να είναι κοινό _ ακόμη και όσα μέλη εργάζονται εκτός κιμπούτζ παραδίδουν τον μισθό τους _ όμως οι υπηρεσίες που παρέχονταν δωρεάν, όπως τα γεύματα στην κοινή τραπεζαρία, σήμερα προσφέρονται αντί αντιτίμου.

«Σε ηλικία 12 ετών οι γονείς μου με έστειλαν από την Ελλάδα σε κιμπούτζ για να πάω σχολείο. Εμεινα εκεί από το 1959 ως το 1966» μας λέει ο δημοσιογράφος Ζαν Κοέν. «Εμείς οι μαθητές δουλεύαμε 4,5 ώρες κάθε πρωί για να μάθουμε μια τέχνη _ αγροτικές εργασίες, ξυλουργική... _ και από τις 13.45 ως τις 18.00 κάναμε τα μαθήματα του σχολείου. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστα κιμπούτζ που ακολουθούν αυτό το πρότυπο». Το κιμπούτζ στο οποίο έζησε απείχε τότε 50 μέτρα από τα ιορδανικά σύνορα, ενώ σήμερα πέφτει στο κέντρο της Ιερουσαλήμ. Εχει πουλήσει τις αγροτικές εκτάσεις του για να φτιαχτούν πολυκατοικίες και λειτουργεί πλέον ως ξενώνας. «Σήμερα δεν θα έστελνα το παιδί μου σε κιμπούτζ» λέει.
Αβιράμα Γκολάν: «Δεν ξέραμε τι θα πει εγώ»
 «Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 τα μέλη των κιμπούτζ έκαναν αγροτικές δουλειές, αποτελούσαν όμως την αφρόκρεμα της ισραηλινής κοινωνίας» λέει η Αβιράμα Γκολάν, δημοσιογράφος της «Χααρέτζ» και συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Τα κοράκια», το οποίο αναφέρεται σε μια γυναίκα μεγαλωμένη σε κιμπούτζ. Η ίδια περνούσε τα καλοκαίρια στα κιμπούτζ που ίδρυσαν οι θείοι της. «Εκείνη την εποχή θεωρούσαν την οικογένεια “μπουρζουά”, γι’ αυτό χώριζαν τα παιδιά από τους γονείς. Τα ξαδέλφια μου δεν μπορούσαν καν να προφέρουν τη λέξη “εγώ” _ “Τι θες για πρωινό; ” “Θέλουμε αβγά”. Τα πάντα ήταν συλλογικά. Είχαν μια παιδική ηλικία απαλλαγμένη από τις οικογενειακές πιέσεις, ζούσαν όμως σε ένα πολύ αυστηρό και απαιτητικό σύστημα.

Η μεγάλη αλλαγή επήλθε στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν το δεξιό Λικούντ κέρδισε έδαφος έναντι των Εργατικών. Τότε εκφράστηκε όλη η οργή των νεοφερμένων μεταναστών που θεωρούσαν ότι τα μέλη των κιμπούτζ τούς αντιμετώπιζαν με σνομπισμό _ και είναι αλήθεια: πολλοί εργάζονταν στα κιμπούτζ αλλά δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στην τραπεζαρία. Επωφελήθηκε ο ηγέτης της Δεξιάς Μεναχέμ Μπεγκίν, ο οποίος τους απηύθυνε την περίφημη φράση που έχει μείνει ως σήμερα: “Εσείς υποφέρετε μια ζωή, ενώ οι πλούσιοι των κιμπούτζ απολαμβάνουν τις πισίνες τους”».
Η Γκολάν θεωρεί ότι η ιδιωτικοποίηση των κιμπούτζ ισοδυναμεί με κατάρρευση της ιδεολογίας τους και έχει μια πολύ σκληρή διάσταση: «Ανθρωποι ηλικιωμένοι βρέθηκαν σε πολύ άσχημη θέση όταν έπρεπε να πληρώνουν τα γεύματα στο κιμπούτζ όπου έτρωγαν δωρεάν μια ζωή. Τα υπόλοιπα μέλη έλεγαν: “Ας τους ζήσουν τα παιδιά τους, γιατί πρέπει να τους πληρώνουμε εμείς;”. Θεωρεί επίσης ότι τα κιμπούτζ «βγάζουν συχνά προς τα έξω τη χειρότερη πλευρά των ανθρώπων: φθόνο, κουτσομπολιό... Στις μικρές κοινωνίες μπορούν να γίνουν πολλά καλά αλλά και πολλά κακά».
Χαγκάι Αλόν:
ο αμετανόητος της ιδιωτικοποίησης

«Ο παππούς μου ίδρυσε ένα από τα πρώτα κιμπούτζ τη δεκαετία του ’30» λέει ο Χαγκάι Αλόν, γέννημα θρέμμα κιμπούτζ. Επικεφαλής εταιρείας που παρέχει οικονομικές συμβουλές στα κιμπούτζ, ανήκει στην τελευταία γενιά που μεγάλωσε χωριστά από τους γονείς. «Κοιμόμουν μαζί με τα άλλα παιδιά» λέει. «Λάβαμε εξαιρετική κοινωνική και πολιτιστική παιδεία και μάθαμε στην ομαδικότητα». Σήμερα, πατέρας δύο μικρών παιδιών, στο κιμπούτζ που έχει ιδρύσει στη Γαλιλαία συνδυάζει οικογενειακή ζωή και κοινωνική εκπαίδευση για τα ανήλικα.
Από το κιμπούτζ του παππού του αποχώρησε επειδή επιθυμούσε «προσαρμογή στον 21ο αιώνα. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν τα κιμπούτζ, αλλά πώς θα διατηρήσουμε την αλληλεγγύη. Στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 ήταν λογικό όλα τα χρήματα να τα διαχειρίζεται το κιμπούτζ. Αν πραγματοποιήσουμε αλλαγές χωρίς να πλήξουμε την αλληλεγγύη, τα κιμπούτζ έχουν λαμπρό μέλλον. Ο πυρήνας της ιδεολογίας θα παραμείνει, αλλά η οργάνωση θα προσαρμοστεί στις σημερινές ανάγκες.

Μπορούμε να δημιουργήσουμε σύγχρονα κιμπούτζ, ελκυστικά για τους νέους, που παρέχουν μεγάλο βαθμό ελευθερίας. Οσοι επιλέγουν να ζήσουν σε κιμπούτζ σήμερα είναι εκείνοι που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής ο οποίος δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από τα χρήματα. Το 25%-30% των μελών εργάζονται εκτός κιμπούτζ και παραδίδουν τον μισθό τους σε αυτό». Τι γίνεται όμως αν θέλουν να πάνε ένα ταξίδι ή να αγοράσουν κάτι για τον εαυτό τους; «Μέρος του προϋπολογισμού διοχετεύεται στις οικογένειες για να αποφασίσουν πώς θα το ξοδέψουν. Το κιμπούτζ χειρίζεται την παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά τελευταίως η τάση είναι όλο και περισσότερα χρήματα να κατευθύνονται προς τα μέλη».
Χονέιντα Γκάνιμ:
η γνώμη της Παλαιστίνιας

«Για τους Παλαιστινίους τα κιμπούτζ συνδέονται με τα ιστορικά και εθνικά ζητήματα» λέει η δρ Χονέιντα Γκάνιμ, ερευνήτρια του Κέντρου Μαντάρ για Ισραηλινές Μελέτες στη Ραμάλα. «Πολλά κιμπούτζ ιδρύθηκαν σε παλαιστινιακή γη την οποία κατάσχεσαν παρανόμως. Αυτό αντικατοπτρίζει τις πραγματικές κοινωνικές και ανθρωπιστικές αξίες τους. Εμπεριέχουν μια αντίφαση και δείχνουν το κυνικό πρόσωπο του σιωνισμού: από τη μια πλευρά υμνούν τις ανθρωπιστικές, σοσιαλιστικές και κοινοτικές αξίες, αλλά από την άλλη καταπατούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Γι’ αυτό, για εμάς τους Παλαιστινίους τα κιμπούτζ συχνά παραπέμπουν στην καταστροφή μας. Τα κιμπούτζ, ως πιονιέροι της σιωνιστικής ιδεολογίας, βοήθησαν στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Πριν από το 1938 έκαναν την ίδια δουλειά που κάνουν σήμερα οι ισραηλινοί οικισμοί στη Δυτική Οχθη _ άλλωστε οι έποικοι λένε ότι πραγματοποιούν το όνειρο του σιωνισμού. Το τίμημα και στις δύο περιπτώσεις είναι η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους.

Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στα μέλη των κιμπούτζ υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή του δικαιώματος των Παλαιστινίων να αποκτήσουν κράτος αλλά, αν κοιτάξουμε τη συνολικότερη εικόνα, τα κιμπούτζ αποτέλεσαν τη βάση της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ στη γη των Παλαιστινίων. Ο σοσιαλισμός και η ζωή στην κοινότητα συνθέτουν μια όμορφη εικόνα, όμως πόσους Παλαιστίνιους εκδίωξαν;».
Στην παρατήρηση ότι πολλά κιμπούτζ του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αγόρασαν τη γη τους από Παλαιστίνιους, η Γκάνιμ απαντά: «Αυτό είναι ένα από τα χειρότερα δημαγωγικά επιχειρήματα: μόνο το 2% της παλαιστινιακής γης αγοράστηκε, το υπόλοιπο 98% υφαρπάχθηκε».

Από τους 12 στους 120.000
Το πρώτο κιμπούτζ, ονόματι Ντεγκάνια, ιδρύθηκε το 1910 από 12 εβραίους (10 άνδρες και δύο γυναίκες) που έφυγαν από τη Ρωσία για να γλιτώσουν το πογκρόμ. Η οθωμανική Παλαιστίνη είχε αφιλόξενο περιβάλλον: η Γαλιλαία ήταν ελώδης, οι λόφοι της Ιουδαίας βραχώδεις και ο Νότος της χώρας καλυπτόταν από την έρημο Νεγκέβ. Οι εβραίοι αγόραζαν φθηνά την άγονη γη την οποία αποκαλούσαν «πεθαμένη» και είχαν όνειρό τους να την αναστήσουν αποξηραίνοντας τα έλη και φυτεύοντάς τη. Ο τύφος και η χολέρα θέριζαν, οι βεδουίνοι έκαναν επιδρομές _ το λογικό ήταν να ζουν συλλογικά για να επιζήσουν.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η έλευση των Βρετανών στην περιοχή ευνόησε τους εβραίους, διότι χαλάρωσαν τους περιορισμούς στην αγορά παλαιστινιακής γης. Τα κιμπούτζ πολλαπλασιάστηκαν και μεγάλωσαν. Το Εΐν Χαρόντ, που ιδρύθηκε μόλις 10 χρόνια μετά το Ντεγκάνια, ξεκίνησε με 215 μέλη. Τα κιμπούτζ έπαιξαν ρόλο στον καθορισμό των συνόρων του κράτους του Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1948, και συνέβαλαν κατά πολύ στις τάξεις των ειδικών μονάδων του στρατού.
Στη δεκαετία του ’80, κατά την οικονομική κρίση του Ισραήλ, κόντεψαν να καταρρεύσουν οικονομικά. Για δύο δεκαετίες παράπαιαν. Η έμφαση μετατοπίστηκε από το συλλογικό στο ατομικό. Ωσπου την τελευταία δεκαετία άρχισαν να μετατρέπονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να ανοίγουν εργοστάσια και να προσφέρουν υπηρεσίες επί πληρωμή. Σήμερα υπάρχουν 273 κιμπούτζ (τα 16 θρησκευτικά) όπου ζουν 120.000 άτομα (το 1,6% του ισραηλινού πληθυσμού) και συμβάλλουν κατά 10% στην ισραηλινή οικονομία. Το 2007 καταγράφηκε για πρώτη φορά σε μια εικοσαετία άνοδος στον συνολικό αριθμό των μελών.
Ο παράδεισος του «τσάμπα»
έσβησε
= Από το 1910 ως τα τέλη του 20ού αιώνα
τα μέλη εργάζονταν ανάλογα με τις δυνατότητές τους και λάμβαναν ανάλογα με τις ανάγκες τους.
= Είχαν όλοι τον ίδιο μισθό.
Το φαγητό, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα τσιγάρα, τα προφυλακτικά, τα κλιματιστικά, οι τηλεοράσεις μοιράζονταν δωρεάν.
= Στη δεκαετία του ’60 τα κιμπούτζ ευημερούσαν και τότε απέκτησαν τις περισσότερες πισίνες.
Για τα παιδιά προσφέρονταν από πάνες ως μαθήματα πιάνου.
= Σήμερα υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις απολαβές:
το 69% κερδίζει κάτω από 1.450 ευρώ και το 11% πάνω από 2.500 ευρώ τον μήνα.
= Η στέγαση και η παιδεία παραμένουν συλλογική ευθύνη.
Τα συνολικά έσοδα των 273 κιμπούτζ φθάνουν τα 6,6 δισ. ευρώ.
= Και τότε και σήμερα,
όσοι εργάζονται εκτός κιμπούτζ παραδίδουν στην ομάδα τον μισθό τους. Πληρώνουν για το φαγητό και άλλες υπηρεσίες.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ:ΤΑΝΙΑ ΜΠΟΖΑΝΙΝΟΥ    TO BHMA
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...