Το έχουμε ακούσει δεκάδες φορές. Πολλές από αυτές προήλθε και από την κορυφή ή ανώτερα στελέχη της παρούσας κυβέρνησης.
Ο λόγος για τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Από τότε που ο «μεγάλος» και «αντιπαραγωγικός» δημόσιος τομέας έπαψε να είναι -τουλάχιστον στα λόγια- η επικρατούσα πολιτική «μόδα», ξεκίνησε η κουβέντα για την προσπάθεια περιστολής της περιττής σπατάλης και θέριεψαν οι πύρινες φλόγες των «μεταρρυθμίσεων».
Τις συγχωνεύσεις τις εξήγγειλε και η προηγούμενη κυβέρνηση. Την ίδια περίοδο που, όπως αποδείχθηκε, φρόντισε να διογκώνει ακόμη περισσότερο το δημόσιο μισθολόγιο προς άγραν ή ικανοποίηση κομματικής πελατείας.
Σε αυτόν τον τομέα, άλλωστε, δεν έκανε τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το να υιοθετήσει και να ακολουθήσει την πολιτική της προ-προηγούμενης κυβέρνησης. Που και αυτή με τη σειρά της δεν θέλησε να χαλάσει τις παραδοσιακές γραμμές της προκατόχου της. Το πεδίο αυτό, άλλωστε, αποτελεί το μοναδικό σημείο διαχρονικής συνέχειας και διακομματικής συνέπειας που μπορούμε να διακρίνουμε στο πολιτικό σκηνικό των τελευταίων δεκαετιών.
Η σημερινή κυβέρνηση έκανε ένα βήμα παραπάνω στις περικοπές. Χθες ανακοίνωσε το σχετικό νομοσχέδιο, αρκετούς μήνες μετά την αρχική εξαγγελία και αφού η τρόικα έχει βάλει για τα καλά το «χέρι» της στην ασκούμενη πολιτική.
Ομως η ανακοίνωση της κατάθεσης κάνει λόγο απλώς περί «ορθολογικής αναδιάρθρωσης» και «αποτελεσματικότερης διοίκησης», δείχνοντας να σφυρίζει αδιάφορα επί της ουσίας, δηλαδή για το ύψος της περιστολής δαπανών από τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις και πώς αυτό θα επιτευχθεί.
Δεν υποστηρίζουμε ότι πρέπει να περικοπούν άμεσα χιλιάδες θέσεις εργασίας από το δημόσιο τομέα, χωρίς μάλιστα να διαφαίνεται κάποια πρόβλεψη για την αποκατάσταση των θιγόμενων ή για ανάπτυξη άλλων τομέων που θα απορροφήσουν μέρος της επιπλέον ανεργίας που θα δημιουργηθεί.
Αν η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει το θέμα προγραμματισμένα, με μακροπρόθεσμη προοπτική και χωρίς να φοβάται το κόστος, ας το κάνει. Ομως δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για κινήσεις του είδους «πετάμε την μπάλα έξω και περιμένουμε να σφυρίξει ο διαιτητής».
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ naftemporiki.gr